„ορείχαλκος“: αρσενικό ορείχαλκος [oˈrixalkos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Messing, Bronze Messingουδέτερο | Neutrum, sächlich n ορείχαλκος Bronzeθηλυκό | Femininum, weiblich f ορείχαλκος ορείχαλκος