οργάνωση
[orˈɣanosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Organisierungθηλυκό | Femininum, weiblich fοργάνωση διοργάνωσηοργάνωση διοργάνωση
- Organisationθηλυκό | Femininum, weiblich fοργάνωση λειτουργία, ομάδα ατόμωνοργάνωση λειτουργία, ομάδα ατόμων
examples
- οργάνωση ομάδας τουριστώνReiseleitungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- οργάνωση φυγάδευσης καταζητούμενωνFluchthilfeorganisationθηλυκό | Femininum, weiblich f