οραματιστής
[oramatisˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, οραματίστρια [oramaˈtistria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Visionärαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fοραματιστήςοραματιστής