„οπωρικό“: ουδέτερο οπωρικό [oporiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Frucht Fruchtθηλυκό | Femininum, weiblich f οπωρικό φρούτο οπωρικό φρούτο examples οπωρικάπληθυντικός | Plural pl Obstουδέτερο | Neutrum, sächlich n οπωρικάπληθυντικός | Plural pl