„οπλοφορώ“: αμετάβατο ρήμα οπλοφορώ [oplofoˈro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; ohneαόριστος | Aorist aor> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Waffen tragen, bewaffnet sein Waffen tragen, bewaffnet sein οπλοφορώ οπλοφορώ