„οπλίζω“: μεταβατικό ρήμα οπλίζω [oˈplizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -μένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bewaffnen bewaffnen οπλίζω οπλίζω