οπισθοφυλακή
[opisθofilaˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Nachhutθηλυκό | Femininum, weiblich fοπισθοφυλακή στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατοπισθοφυλακή στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ