οξύνω
[oˈksino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-να; -νθηκα; -μμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- schärfenοξύνω κάνω αιχμηρό, κ., αντίληψη μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφοξύνω κάνω αιχμηρό, κ., αντίληψη μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- verschärfenοξύνω κατάσταση, κρίσηοξύνω κατάσταση, κρίση