„οξυθυμία“: θηλυκό οξυθυμία [oksiθiˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Jähzorn Jähzornαρσενικό | Maskulinum, männlich m οξυθυμία οξυθυμία