„οξυδερκής“ οξυδερκής [oksiðerˈkjis], οξυδερκής, οξυδερκέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) scharfsinnig scharfsinnig οξυδερκής οξυδερκής