οξυγόνο
[oksiˈɣono]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Sauerstoffαρσενικό | Maskulinum, männlich mοξυγόνο χημεία | Chemieχημοξυγόνο χημεία | Chemieχημ
Thank you for your feedback!