„ονοματοποιία“: θηλυκό ονοματοποιία [onomatopiˈia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lautmalerei Lautmalereiθηλυκό | Femininum, weiblich f ονοματοποιία ονοματοποιία