„ομοταγής“ ομοταγής [omotaˈjis], ομοσπονδιακής, ομοσπονδιακέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gleichgestellt gleichgestellt ομοταγής ομοταγής