„ομοιοκαταληκτώ“: αμετάβατο ρήμα ομοιοκαταληκτώ [omiokatalikˈto]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich reimen sich reimen ομοιοκαταληκτώ ομοιοκαταληκτώ