„ομοιογένεια“: θηλυκό ομοιογένεια [omioˈjenia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Einheitlichkeit Einheitlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f ομοιογένεια ομοιογένεια