„ομιχλώδης“ ομιχλώδης [omiˈxloðis], ομιχλώδης, ομιχλώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) neblig, dunstig neblig, dunstig ομιχλώδης ομιχλώδης