„ομαδούλα“: θηλυκό ομαδούλα [omaˈðula]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Grüppchen Grüppchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ομαδούλα ομαδούλα