„ολόσωμο“: ουδέτερο ολόσωμο [oˈlosomo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Einteiler Einteilerαρσενικό | Maskulinum, männlich m ολόσωμο ολόσωμο