„ολόγραφος“ ολόγραφος [oˈloɣrafos], ολόγραφη, ολόγραφοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausgeschrieben ausgeschrieben ολόγραφος λέξη ολόγραφος λέξη