ολομέλεια
[oloˈmelia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Vollversammlungθηλυκό | Femininum, weiblich fολομέλειαPlenumουδέτερο | Neutrum, sächlich nολομέλειαολομέλεια