ολοκαίνουργιος
[oloˈkjenurjos], ολοκαίνουργιη, ολοκαίνουργιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- nagelneu, funkelnagelneuολοκαίνουργιοςολοκαίνουργιος
Thank you for your feedback!