ολοζώντανος
[oloˈzondanos], ολοζώντανη, ολοζώντανοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- quicklebendig, leibhaftigολοζώντανοςολοζώντανος
Thank you for your feedback!