„ολίσθημα“: ουδέτερο ολίσθημα [oˈlisθima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verfehlung Verfehlungθηλυκό | Femininum, weiblich f ολίσθημα ολίσθημα