„οκταπλάσιος“ οκταπλάσιος [oktaˈplasios], οκταπλάσια, οκταπλάσιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) achtfach achtfach οκταπλάσιος οκταπλάσιος