„οδύρομαι“: αποθετικό ρήμα οδύρομαι [oˈðirome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <ohneαόριστος | Aorist aor> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) jammern, wehklagen jammern, wehklagen οδύρομαι οδύρομαι