οβελός
[oveˈlos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Spitzeθηλυκό | Femininum, weiblich fοβελόςοβελός
examples
- οβελός στέψης ναούKirchturmspitzeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- οβελός στέψηςTurmspitzeθηλυκό | Femininum, weiblich f