„ξεχασμένος“ ξεχασμένος [ksexazˈmenos], ξεχασμένη, ξεχασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vergessen vergessen ξεχασμένος ξεχασμένος