„ξεφωνητό“: ουδέτερο ξεφωνητό [ksefoniˈto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schreien Schreienουδέτερο | Neutrum, sächlich n ξεφωνητό ξεφωνητό