„ξεφτισμένος“ ξεφτισμένος [kseftizˈmenos], ξεφτισμένη, ξεφτισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) fadenscheinig, fransig fadenscheinig, fransig ξεφτισμένος ξεφτισμένος