„ξεφούσκωτος“ ξεφούσκωτος [kseˈfuskotos], ξεφούσκωτη, ξεφούσκωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) platt platt ξεφούσκωτος ξεφούσκωτος