ξεσχίζω
[kseˈsçizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- reißenξεσχίζω χαρτίξεσχίζω χαρτί
- zerreißenξεσχίζω σε κομμάτιαξεσχίζω σε κομμάτια
- zerfetzenξεσχίζω κουρελιάζωξεσχίζω κουρελιάζω
- zerkratzenξεσχίζω γεμίζω γρατσουνιέςξεσχίζω γεμίζω γρατσουνιές
- zerreißenξεσχίζω πληγώνωξεσχίζω πληγώνω
- zerfleischen, zerreißenξεσχίζω για ζώοξεσχίζω για ζώο