„ξεσκεπάζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ξεσκεπάζομαι [kseskjeˈpazome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich aufdecken sich aufdecken ξεσκεπάζομαι ξεσκεπάζομαι