„ξεσκαρτάρω“: μεταβατικό ρήμα ξεσκαρτάρω [kseskarˈtaro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausmisten ausmisten ξεσκαρτάρω ξεσκαρτάρω