„ξεροκεφαλιά“: θηλυκό ξεροκεφαλιά [kserokjefaˈʎa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Dickköpfigkeit Dickköpfigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f ξεροκεφαλιά ξεροκεφαλιά