ξεραίνομαι
[kseˈrenome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- vertrocknen, ausdorrenξεραίνομαιξεραίνομαι
- austrocknenξεραίνομαι κ. δέρμαξεραίνομαι κ. δέρμα
- eintrocknenξεραίνομαι μελάνι, χρώμαξεραίνομαι μελάνι, χρώμα