ξεπεσμένος
[ksepezˈmenos], ξεπεσμένη, ξεπεσμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- heruntergekommenξεπεσμένος άνθρωποςξεπεσμένος άνθρωπος
Thank you for your feedback!