„ξενόφιλος“ ξενόφιλος [kseˈnofilos], ξενόφιλη, ξενόφιλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausländerfreundlich ausländerfreundlich ξενόφιλος ξενόφιλος