„ξεμέθυσμα“: ουδέτερο ξεμέθυσμα [kseˈmeθizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ernüchterung Ernüchterungθηλυκό | Femininum, weiblich f ξεμέθυσμα ξεμέθυσμα