„ξελογιαστής“: αρσενικό ξελογιαστής [kselojasˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verführer Verführerαρσενικό | Maskulinum, männlich m ξελογιαστής ξελογιαστής