„ξεκούραστος“ ξεκούραστος [kseˈkurastos], ξεκούραστη, ξεκούραστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) erholt, ausgeruht erholt, ausgeruht ξεκούραστος ξεκούραστος