„ξεκουτιάρης“ ξεκουτιάρης [ksekuˈtjaris], ξεκουτιάρα, ξεκουτιάρικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verblödet verblödet ξεκουτιάρης ξεκουτιάρης