ξεθωριασμένος
[kseθoriazˈmenos], ξεθωριασμένη, ξεθωριασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verblichenξεθωριασμένος χρώμαξεθωριασμένος χρώμα
Thank you for your feedback!