ξεγλιστρώ
[kseɣliˈstro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ησα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- entwischen, entkommen, entgleiten (απόδοτική | Dativ dat)ξεγλιστρώ ξεφεύγωξεγλιστρώ ξεφεύγω