„ξαφριστήρι“: ουδέτερο ξαφριστήρι [ksafrisˈtiri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schaumlöffel Schaumlöffelαρσενικό | Maskulinum, männlich m ξαφριστήρι ξαφριστήρι