ξανοίγομαι
[ksaˈniɣome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sich anvertrauen (σε jemandem)ξανοίγομαι εκμυστηρεύομαιξανοίγομαι εκμυστηρεύομαι
examples
- ξανοίγομαι σε κάτιsich verausgaben bei etwas