„ξαναϋπολογίζω“: μεταβατικό ρήμα ξαναϋπολογίζω [ksanaipoloˈjizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nachrechnen nachrechnen ξαναϋπολογίζω ξαναϋπολογίζω