„ξαναφυτρώνω“: αμετάβατο ρήμα ξαναφυτρώνω [ksanafiˈtrono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nachwachsen nachwachsen ξαναφυτρώνω ξαναφυτρώνω