„ξανασαίνω“: αμετάβατο ρήμα ξανασαίνω [ksanaˈseno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ανα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) aufatmen, sich erholen aufatmen, sich erholen ξανασαίνω ξεκουράζομαι ξανασαίνω ξεκουράζομαι