ξίδι
[ˈksiði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Essigαρσενικό | Maskulinum, männlich mξίδιξίδι
examples
- ξίδι με μπαχαρικάGewürzessigαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ξίδι ρυζιούReisessigαρσενικό | Maskulinum, männlich m