„ξέστρωτος“ ξέστρωτος [ˈksestrotos], ξέστρωτη, ξέστρωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) abgedeckt abgedeckt ξέστρωτος ξέστρωτος